πνέω

πνέω
(αόρ. επνευσα) αμετ. дуть; веять;

§ πνέω με νέα — дышать гневом, рвать и метать;

πνέω τα λοίσθια — быть при последнем издыхании;

νέοι ΰνεμοι πνέουν — появились новые веяния


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πνέω" в других словарях:

  • πνέω — blow pres subj act 1st sg πνέω blow pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνέω — πνέω, έπνευσα βλ. πίν. 42 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

  • πνέω — έπνευσα, φυσώ: Χωρίς ποσώς γης, ουρανός, και θάλασσα να πνένε (Σολωμός). Βλ. και εμπνέω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πνεῖ — πνέω blow pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) πνέω blow pres imperat act 2nd sg (attic epic) πνέω blow pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) πνέω blow imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεῖον — πνέω blow pres part act masc voc sg πνέω blow pres part act neut nom/voc/acc sg πνέω blow imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πνέω blow imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεῖτε — πνέω blow pres imperat act 2nd pl (attic epic) πνέω blow pres opt act 2nd pl πνέω blow pres ind act 2nd pl (attic epic) πνέω blow imperf ind act 2nd pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνέον — πνέω blow pres part act masc voc sg πνέω blow pres part act neut nom/voc/acc sg πνέω blow imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πνέω blow imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύσῃ — πνέω blow aor subj mid 2nd sg πνέω blow aor subj act 3rd sg πνέω blow fut ind mid 2nd sg πνεύσηι , πνεῦσις blowing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνέετε — πνέω blow pres imperat act 2nd pl (epic ionic) πνέω blow pres ind act 2nd pl (epic ionic) πνέω blow imperf ind act 2nd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνέῃ — πνέω blow pres subj mp 2nd sg πνέω blow pres ind mp 2nd sg πνέω blow pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»